- υπομένω
- ὑπομένω, ΝΜΑ [μένω]κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ|, υποφέρω ή ανέχομαι κάτι (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», Πλάτ.)αρχ.1. μένω πίσω («οἱ δ' ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντοΕὐρύλοχος δ' ὑπέμεινεν», Ομ. Οδ.)2. μένω σε έναν τόπο για ένα χρονικό διάστημα, παραμένω3. μένω ζωντανός4. (κατ' επέκτ.) είμαι διαρκής, αιώνιος5. δέχομαι κάτι («τὰς δωρεὰς οὐχ ὑπέμειναν», Ισοκρ.)6. αντιμετωπίζω μια κατάσταση7. (για πράγμ.) είμαι αποταμιευμένος για χάρη κάποιου8. (σχετικά με πλούτο) έχω στην κατοχή μου9. μένω σταθερός, μένω αμετακίνητος στη θέση μου («οἱ Νάξιοι πρὸς τὰ ὄρεα οἴχοντο φεύγοντες οὐδέ ὑπέμειναν», Ηρόδ.)10. (σχετικά με πρόσ. ή καταστάσεις) περιμένω, αναμένω (α. «καὶ ὑπέμενε ἐνταῡθα τὸν Καμβύσεω στρατόν», Ηρόδ.β. «ὅσα ἡμᾱς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπομένει», Πλάτ.)11. (με απρμφ. μέλλ.) υπόσχομαι να...12. (με απαρμφ.) α) τολμώ να κάνω κάτιβ) υποκύπτω στο να κάνω κάτι12. φρ. «τὴν ναυτίαν οὐχ ὑπομένουσιν» — δεν υποφέρουν από ναυτία (Σωρ.).
Dictionary of Greek. 2013.